ὑπεραμπέχω

ὑπεραμπέχω
ὑπεραμπέχω,
A cover all in its embrace,

ὁ ὑπεραμπέχων οὐρανός Tim. Fr.8

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • υπεραμπέχω — Α υπερκαλύπτω, σκεπάζω από πάνω («ὁ ὑπεραμπέχων οὐρανός», Τιμόθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ἀμπέχω «περιβάλλω, καλύπτω»] …   Dictionary of Greek

  • έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”